- ἐνιψηφίζομαι
- ἐνιψηφίζομαι,A put to the vote, MaiuriNuovaSilloge443.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενιψηφίζομαι — ἐνιψηφίζομαι (Α) επιγρ. θέτω σε ψηφοφορία … Dictionary of Greek